- γλυκύμυθος
- γλῠκύ-μῡθος, ον,A sweetly-spoken, ἔπος ib.5.194 (Id.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλυκύμυθος — γλυκύμυθος, ον (Α) αυτός που έχει λεχθεί με γλυκύτητα («γλυκύμυθον ἔπος») … Dictionary of Greek
γλυκύμυθον — γλυκύμῡθον , γλυκύμυθος sweetly spoken masc/fem acc sg γλυκύμῡθον , γλυκύμυθος sweetly spoken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
γλυκυμυθία — γλυκυμυθία, η (Α) [γλυκύμυθος] ευχάριστος λόγος … Dictionary of Greek
γλυκυμυθώ — γλυκυμυθῶ ( έω) (Α) [γλυκύμυθος] μιλάω γλυκά … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek